θλίβει

θλίβει
θλί̱βει , θλίβω
squeeze
pres ind mp 2nd sg
θλί̱βει , θλίβω
squeeze
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀλλ’ οὐδεὶς οἶδεν ὅπου με θλίβει ποῦς. — См. У всякого своя блошка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • у всякого своя блошка — (иноск.) забота Всякому своя болячка больна. Всяк знает, где его сапог жмет. Ср. Анна Каренина теперь знала, у кого какие привычки и слабости, у кого какой сапог жмет ногу... Гр. Л.Н. Толстой. Анна Каренина. 2, 4. Ср. Ein jeder weiss, wo ihn der… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • У всякого своя блошка — У всякаго своя блошка (иноск.) забота. Всякому своя болячка больна. Всякъ знаетъ, гдѣ его сапогъ жметъ. Ср. Анна Каренина теперь знала, у кого какія привычки и слабости, у кого какой сапогъ жметъ ногу... Гр. Л. Н. Толстой. Анна Каренина. 2, 4. Ср …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • CONTORQUERE Vitalia — apud Treb. Pollionem in Claudio, c. 13. Nam iratus ei, qui sibi non baltheum, sed vitalia, contorsisset; terminus luctae fuit Veterum, Graecis ἔγκατα θλίβει. Statio, ilia implicare, l. 6. Theb. v. 888. gergo nec opinus inhaeret, Mox latus, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ήσκιωμα — το [ησκιώνω] 1. (κυρίως για δέντρα και φυτά) η σκιά 2. ο τόπος που σκιάζεται («κάθεται στο ήσκιωμα») 3. μτφ. συμβάν, κατάσταση, διάθεση που θορυβεί, ανησυχεί, θλίβει την ψυχή 4. συνεκδ. ψυχική ανησυχία, θλίψη, μελαγχολία 5. η πνευματική ή ψυχική… …   Dictionary of Greek

  • αλγεσίθυμος — ἀλγεσίθυμος, ον (Α) αυτός που θλίβει την καρδιά μας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλγεσι (< (ἄλγος) + θυμὸς* για τη σημασία τού επιθ. πρβλ. και τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

  • θλιβεροκάρδιος — θλιβεροκάρδιος, ον (Μ) αυτός που θλίβει την καρδιά, που προξενεί μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θλιβερός + κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανο κάρδιος, σπαραξι κάρδιος)] …   Dictionary of Greek

  • θυμαλγής — θυμαλγής, ές (Α) 1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.) 2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ αλγής,… …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — έθλιψα, θλίφτηκα και θλίβηκα, θλιμμένος 1. προξενώ λύπη, στενοχωρώ: Με θλίβει το γεγονός αυτό. – Έθλιψε την Ελλάδα νύχτα αιώνων (Κάλβος). 2. ζουλώ, πιέζω. 3. το παθ., θλίβομαι λυπάμαι, στενοχωριέμαι: Θλίβομαι που τον βλέπω σε τέτοια κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”